- ἱππείαν
- ἱππείᾱν , ἵππειοςof a horsefem acc sg (attic doric aeolic)ἱππείᾱν , ἱππείαridingfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἱππειᾶν — ἵππειος of a horse masc/fem gen pl (doric) ἱππεία riding fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξελαύνω — ἐξελαύνω (AM) [ελαύνω] 1. διώχνω βίαια («ἐξελῶ σ ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.) 2. κατευθύνω (άλογα, άρμα κ.λπ.) ορμητικά προς τα μπρος αρχ. 1. βγάζω έξω για βοσκή («δειπνήσας δ ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα», Ομ. Οδ.) 2. (για άλογα και… … Dictionary of Greek